απειρόκακος

απειρόκακος
ἀπειρόκακος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει πείρα του κακού, ο αθώος
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το κακό, που δεν ξέρει τι θα πει δυστυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπειρόκακος — without experience of evil masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειρόκακος — η, ο αυτός που δεν έχει πείρα από δυστυχία, που δεν έχει πάθει συμφορές: Απειρόκακος ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει τη δυστυχία των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειρόκακον — ἀπειρόκακος without experience of evil masc/fem acc sg ἀπειρόκακος without experience of evil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάκοις — ἀπειρόκακος without experience of evil masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάκου — ἀπειρόκακος without experience of evil masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάκους — ἀπειρόκακος without experience of evil masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροκάκῳ — ἀπειρόκακος without experience of evil masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • ἀπειροκάκωι — ἀπειροκάκῳ , ἀπειρόκακος without experience of evil masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”